κάραβος

κάραβος
Γένος εντόμων της μεγάλης οικογένειας των καραβιδών, της τάξης των κολεοπτέρων. Η οικογένεια αυτή είναι τόσο πλούσια σε είδη (πάνω από 20.000) ώστε μερικοί ζωολόγοι τη χωρίζουν σε διάφορες οικογένειες, που υποδιαιρούνται αντίστοιχα σε υποοικογένειες. Οι κ. ζουν σε εύκρατες περιοχές και προσαρμόζονται σε ποικίλα περιβάλλοντα. Πολλοί είναι χρήσιμοι στη γεωργία, γιατί στην κατάσταση του τέλειου εντόμου, αλλά και της προνύμφης, είναι σαρκοφάγα και τρέφονται με μικρά ασπόνδυλα, ορισμένα από τα οποία είναι επιβλαβή για τις καλλιέργειες· τρέφονται επίσης με σαλιγκάρια, νύμφες αλλά και με άλλα έντομα. Οι κάμπιες των κ. είναι επιμήκεις, λείες και παρουσιάζουν μεγάλη ευκινησία· διαθέτουν επίσης ισχυρές γνάθους. Ένα είδος κοινό στην Ελλάδα και σε άλλες περιοχές της Ευρώπης είναι ένα γένος κ. μήκους περίπου 3 εκ. Το είδος αυτό διαθέτει ισχυρά γναθικά οστά και τρέφεται με χερσαία μαλάκια και κάθε είδους προνύμφες εντόμων, που κυνηγά κυρίως από την άνοιξη έως το φθινόπωρο. Ωραιότατος, αν και σπάνιος, είναι ο χρυσοκάνθαρος, που εντοπίζεται σε μερικές περιοχές γύρω από τη Μεσόγειο. Είναι χρυσοκίτρινος και φέρει πρασινοχάλκινες ανταύγειες στη ράχη και στα έλυτρα και μαύρο θαμπό χρώμα στην κοιλιά. Ένα είδος πολύ μεγάλο είναι ο κ. ο γίγας, μήκους 5 εκ. Στην ίδια οικογένεια ανήκουν και τα είδη συκοφάντης, πολύ ωφέλιμα έντομα γιατί καταστρέφουν τις κάμπιες της θαυματοποιίας που προσβάλλουν τα πεύκα, και ένα άλλο είδος που είναι, αντίθετα, πολύ βλαβερό, επειδή τόσο ως τέλειο έντομο όσο και ως κάμπια προκαλεί σοβαρές ζημιές στα δημητριακά. Ο κάραβος, κολεόπτερο της οικογένειας των καραβιδών, είναι συχνά ωφέλιμο στη γεωργία, γιατί τρέφεται με σκουλήκια και επιβλαβή έντομα.
* * *
ο (AM κάραβος)
σκαθάρι
νεοελλ.
1. μια από τις ονομασίες που έχουν δοθεί στον αστερισμό τής Μεγάλης Άρκτου λόγω τού σχήματός της
2. εντομολ. λόγια ονομασία τού σκαραβαίου, η οποία χρησιμοποιείται καταχρηστικά για όλα τα σκαθάρια
μσν.-αρχ.
είδος ελαφρού ταχύπλοου πλοίου
αρχ.
1. το έντομο κάνθαρος ο κερασφόρος
2. ακανθωτό οστρακόδερμο, η καραβίδα («τῶν δ' ὀστρακοδέρμων καρὶς ἀστακὸς κάραβος καρκίνος λέων τοῡ αὐτοῡ γένους ὄντα διαφέρουσι», Αθήν.)
3. (κατά τον Ησύχ.) πύλη, θύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. μεσογειακής προέλευσης. Η λ. κάραβος στην Αρχαία Ελληνική δήλωνε τόσο την καραβίδα, απ' όπου μεταφορικά και ένα είδος ελαφρού πλοίου, αλλά και τον κάνθαρο τον κερασφόρο. Τον τ. κάραβος δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή carabus, που απαντά κατά κανόνα με τη σημ. «είδος ελαφρού πλοίου» και σπάνια με σημ. «καραβίδα». Τη λατ. λ. δανείστηκαν στη συνέχεια και άλλες γλώσσες (πρβλ. γαλλ. caravelle, πορτογ. caravela).
ΠΑΡ. καράβι(-ιον), καραβίδα(-ίς)
αρχ.
καραβώδης.
ΣΥΝΘ. αρχ. καραβοειδής, καραβοπρόσωπος
μσν.
καραβιάς, καραβόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κάραβος — κ̱άραβος , κάραβος horned masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • carabă — CARÁBĂ, carabe, s.f. 1. (reg.) Fluier primitiv pe care şi l fac copiii dintr o ţeavă de soc, din cotorul frunzei de dovleac, din pană de gâscă etc. 2. Tubul cimpoiului asemănător cu fluierul, la care se execută melodia. 3. (arg.) Palmă (2). – Din …   Dicționar Român

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • κάβουρας — I Ονομασία δύο νησίδων του Αιγαίου πελάγους. 1. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυκόνου του νομού Κυκλάδων. 2. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Βρίσκεται Β της Αντιπάρου και της νησίδας Διπλό, με… …   Dictionary of Greek

  • καράβι — Ονομασία διαφόρων μικρών νησιών της Ελλάδας. 1. Νησί της συστάδας των Οθωνών. 2. Νησί που βρίσκεται 3 χλμ. Ν του ακρωτηρίου Κεφάλι της Κέρκυρας. Από μακριά μοιάζει με καράβι που τραβά τη βάρκα του. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, πρόκειται για… …   Dictionary of Greek

  • κηραφίς — κηραφίς, ίδος, ἡ (Α) 1. είδος ακρίδας 2. (κατά τον Ησύχ.) «κάραβος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ίσως να πρόκειται για το καραδίς (< κάραβος) με επίδραση τών ονομασιών ζώων σε φος (πρβλ. έλαφος, έριφος) και ιων. η αντί α ] …   Dictionary of Greek

  • карапуз — коропуз, карапузик, также в знач. жучок . Как сообщает Соболевский (РФВ 70, 79), это слово отсутствует в соврем. диал. и в стар. именах, в связи с чем он рассматривает его как преобразование франц. crapoussin карапузик , сблизившегося с пузо (так …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • карбас — большая гребная лодка с парусом , олонецк., арханг., вологодск., сиб., стар. карбасъ, Триф. Короб., 1584 г.; см. Чтения, 1871 г., стр 33; Аввакум 107, 110; также карбаз мелкое грузовое судно , олонецк., сиб., иркутск., паром , енисейск. Заимств.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • корабль — род. п. бля, народн. корабель, укр. корабель, кораб, ст. слав. корабл̂ь πλοῖον, ναῦς, болг. кораб, сербохорв. ко̏ра̑б, ко̏ра̑баљ, чеш., слвц. korab, польск. korab, род. п. bia, н. луж. korabje остов (корабельный) . Древнее заимств. (ввиду б, а не …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Ancient Macedonian language — For the unrelated modern Slavic language, see Macedonian language. language name=Ancient Macedonian region=Macedon ( extinct language ) extinct=absorbed by Attic Greek in the 4th century BC familycolor=Indo European fam2= possibly Greek… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”